ἀμίσθωτος

ἀμίσθωτος
ἀμίσθωτος
not let
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμίσθωτος — η, ο (Α ἀμίσθωτος, ον) αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ ώνω] …   Dictionary of Greek

  • αμίσθωτος — η, ο αυτός που δε μισθώθηκε, δε νοικιάστηκε: Το κατάστημα μήνες τώρα είναι αμίσθωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμίσθωτον — ἀμίσθωτος not let masc/fem acc sg ἀμίσθωτος not let neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισθώτων — ἀμίσθωτος not let masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοίκιαστος — η, ο (για ακίνητα) αυτός που δεν έχει νοικιαστεί, ξενοίκιαστος, αμίσθωτος …   Dictionary of Greek

  • απάκτωτος — ἀπάκτωτος, ον (Μ) (για αγρό) όποιος δεν έχει πακτωθεί, ο αμίσθωτος …   Dictionary of Greek

  • ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek

  • ανοίκιαστος — η, ο επίρρ. α αμίσθωτος: Έχουμε ακόμη ανοίκιαστο το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”